- Σειρῆνας
- ΣειρήνSirenfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Sirene (Mythologie) — Odysseus und die Sirenen (Vasenbild, ca. 475 450 v. Chr.) Eine Sirene (griechisch Σειρήν Seirēn) ist in der griechischen Mythologie ein weibliches Fabelwesen (Mischwesen aus ursprünglich Frau und Vogel, später auch Frau und Fisch), das durch… … Deutsch Wikipedia
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… … Dictionary of Greek
σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek
Κοπεγχάγη — (δαν. Kobenhavn). Πόλη (499.148κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δανίας και της ομώνυμης κομητείας (526 τ. χλμ., 615.115 κάτ.). Είναι χτισμένη κατά ένα μέρος στο ανατολικό άκρο του νησιού Σγελάνδη και κατά ένα μέρος στο βόρειο άκρο του νησιού… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κεραμεικού — Βρίσκεται στα αριστερά της εισόδου του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού (Ερμού 148, Αθήνα), χτίστηκε το 1937, με δωρεά του Γερμανού βιομήχανου Gustav Oberlander, και επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1960. Στεγάζει τα ευρήματα των ανασκαφών που… … Dictionary of Greek